-
1 дефект
το ελάττωμα, η ατέλεια, η ελαττωματικότηταвыявлять - βρίσκω το -, παρουσιάζω το -обнаруживать - ανιχνεύω/βρίσκω το -устранять - εξαλείφω/διορθώνω το -скрытый - λανθάνον -, μη ορατό -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дефект